Bίντσεντ Βαν Γκoγκ.  Ένας άνθρωπος. Μια προσωπικότητα. Ένας καλλιτέχνης. Μια ιστορία. Ένας ζωγράφος ο οποίος δεν είχε να επιδείξει ένα εξαιρετικό έργο, όμως με την πάροδο των χρόνων κατάφερε να γίνει ένας από τους κορυφαίους ζωγράφους παγκοσμίως.

Καταλυτική θεωρείται μέσα από το έργο του η επίδραση του στα μεταγενέστερα κινήματα του εξπρεσιονισμού, του φωβισμού και της αφηρημένης τέχνης.

Γεννήθηκε στο Ζούντερτ της Ολλανδίας και ήταν ο μεγαλύτερος από τα συνολικά οκτώ παιδιά της οικογένειάς του. Στον Βίνσεντ δόθηκε το όνομα του παππού του, το οποίο είχε δοθεί και στο πρωτότοκο παιδί της οικογένειας, το οποίο είχε πεθάνει σε βρεφική ηλικία. Από πολύ νέος άρχισε να παρουσιάζει τάσεις μελαγχολίας και αρκετά ψυχολογικά προβλήματα.

Σε ηλικία 16 ετών άρχισε να καταπιάνεται με διάφορα επαγγέλματα. Ασχολήθηκε με το εμπόριο τέχνης μαζί με τον αδελφό του Τεό σε μια εταιρεία και μέσα από αυτήν είχε την δυνατότητα να ταξιδέψει στο Λονδίνο και στο Παρίσι και κατάφερε να εντρυφήσει στην θρησκεία επηρεασμένος και από τον πατέρα του άλλωστε.

Αυτό είχε ως αποτέλεσμα να απολυθεί από την εταιρεία που δούλευε και να πάει στο Άμστερνταμ για να σπουδάσει θεολογία. Αφού τελείωσε τις σπουδές του έγινε ιεροκήρυκας στο Βέλγιο για έξι περίπου μήνες σε μια υποβαθμισμένη περιοχή της χώρας, επιδεικνύοντας ιδιαίτερο ενδιαφέρον για την ένδεια των ανθρώπων της περιοχής.

Από εκείνη την χρονική περίοδο κατάφερε να ξεκινήσει να σχεδιάσει τα πρώτα του έργα και το 1880 παρακολούθησε τα πρώτα μαθήματα ζωγραφικής, όπου ήρθε σε ρήξη με τον δάσκαλό του, Αντόν Μωβ για καλλιτεχνικούς λόγους.

Τα επόμενα χρόνια δημιούργησε έργα επηρεασμένα από τη ζωγραφική του Ζαν Φρανσουά Μιγέ  ενώ ταξιδεύοντας στην ολλανδική επαρχία ζωγράφισε θέματα που εμπνευσμένος από αυτήν.

Το 1885 παρακολούθησε μαθήματα στην ακαδημία της Αμβέρσας όμως διακόπηκαν άδοξα διότι αποβλήθηκε από τον καθηγητή της ακαδημίας Ευγένιο Σιμπέρ. Το γεγονός αυτό δεν εμπόδισε τον ίδιο να έρθει σε επαφή με την ιαπωνική τέχνη από την οποία και δανείστηκε στοιχεία και μιμήθηκε ουκ ολίγες φορές την τεχνοτροπία της.

Την επόμενη χρονιά μετακόμισε στο Παρίσι μαζί με τον αδελφό του επιτυχημένο πλέον  επιτυχημένο πλέον έμπορο τέχνης  στην περιοχή της Μονμάρτρης, κέντρο της καλλιτεχνικής δραστηριότητας και κατά την διάρκεια της παραμονής του, ήρθε σε επαφή με τους ιμπρεσιονιστές Εντγκάρ Ντεγκά, Καμίλ Πισαρό, Πωλ Γκωγκέν και Τουλούζ Λωτρέκ. Αυτό είχε ως αποτέλεσμα να επηρεαστεί από το κίνημα του Ιμπρεσιονισμού σε ότι αφορά κυρίως στο χρώμα και να καταταγεί σύμφωνα με πολλούς στο μέλλον στους  στους μετα-ιμπρεσιονιστές ζωγράφους.

Δύο χρόνια αργότερα εγκατέλειψε την γαλλική πρωτεύουσα και επισκέπτεται τη νότια Γαλλία και την περιοχή της Προβηγκίας όπου κατά την διάρκεια της παραμονής του κατάφερε να επηρεαστεί από την αγροτική ζωή των κατοίκων, όπου κατάφερε να εισάγει στοιχεία μέσα από αυτήν. Κατά την διάρκεια εκείνης της περιόδου κατάφερε να επινοήσει μια τεχνική των  στροβιλισμάτων με το πινέλο ενώ στους πίνακές του κυριαρχούσαν έντονα χρώματα, όπως το κίτρινο, το πράσινο και το μπλε.

 

Χαρακτηριστικά έργα εκείνης της εποχής ήταν η έναστρη νύχτα και το κόκκινο αμπέλι. Κατά το διάστημα της παραμονής του στην Αρλ, συναντήθηκε με τον  ζωγράφο Γκωγκέν. Ωστόσο, μετά από λίγους μήνες, είχαν μια έντονη διαφωνία μεταξύ τους και λόγω της ασταθούς ψυχικής του υγείας, ο Βίντσεντ έκοψε μέρος του αριστερού του αυτιού καταλήγοντας στο νοσοκομείο της περιοχής. Φήμες λένε ότι ήθελε να σκοτώσει τον Γκωγκέν και προέβη σε αυτή την ενέργεια αναζητώντας ένα είδος κάθαρσης από τις τύψεις του.

Το 1889 εισάγεται στο ψυχιατρικό κέντρο του μοναστηριού του Αγίου Παύλου στον Σαιν Ρεμύ, παραμένοντας για ένα  χρόνο πάσχοντας από κατάθλιψη, ενώ χαρακτηριστικό είναι πως συνέχιζε να ζωγραφίζει. Τον Μάιο του 1890 εγκαταλείπει την ψυχιατρική κλινική και ζει για ένα διάστημα σε μία περιοχή κοντά στο Παρίσι, όπου παρακολουθείται από τον γιατρό Πωλ Γκασέ, στον οποίο είχε συστήσει τον βαν Γκογκ ο ζωγράφος Καμίλ Πισαρό. Σε εκείνο το διάστημα δημιούργησε ένα έργο το οποίο αποτελούσε προσωπογραφία του Γκασέ.

Τον Ιούλιο εκείνης της χρονιάς εμφανίζει συμπτώματα έντονης κατάθλιψης και τελικά αυτοπυροβολείται στο στήθος στις 27 Ιουλίου και πεθαίνει δύο ημέρες αργότερα. Πιθανότατα το τελευταίο του έργο ήταν με τίτλο Ο κήπος του Ντωμπινύ ή ο πίνακας Σιτοχώραφο με κοράκια.

Μετά το θάνατο του, η φήμη του εξαπλώθηκε ραγδαία, με αποκορύφωμα μεγάλες εκθέσεις έργων του που πραγματοποιήθηκαν στο Παρίσι (1901), το Άμστερνταμ (1905), την Κολωνία (1912), τη Νέα Υόρκη (1913) και το Βερολίνο (1914).

Συνολικά δημιούργησε σε διάστημα περίπου δέκα ετών περισσότερα από 800 πίνακες και 1000 μικρότερα σχέδια. Σώθηκαν ακόμα εκτενής αλληλογραφία του με τον αδελφό του, η οποία περιλαμβάνει περισσότερα από 700 γράμματα. Επίσης  είναι διάσημος για τις πινελιές του οι οποίες πολλές φορές παρουσιάζουν μια κίνηση.

Από τις 9 Νοεμβρίου μέχρι τις 5 Μαρτίου του επόμενου έτους εδώ στην Αθήνα θα έχουν την ευκαιρία οι κάτοικοι, αλλά και κάτοικοι από άλλες πόλεις της Ελλάδας αλλά και από εξωτερικό γενικότερα μια μεγαλειώδη έκθεση βγαλμένη από τα πρότυπα αυτής του Άμστερνταμ με ζωντανή. Το Van Gogh alive χωρίζεται σε δύο επίπεδα. Αποτελούμενα από μια συμβατική έκθεση με φωτογραφίες με τα σημαντικότερα έργα του παρατεταγμένα σε χρονική σειρά με πολλές πτυχές από το έργο και την ζωή του.

Αυτό όμως που θα κλέψει την παράσταση θα είναι το οπτικοακουστικό θέαμα με πολυκάναλους προβολείς υψηλής ευκρίνειας που απεικονίζουν πίνακες, σχέδια και αποσπάσματα από τις επιστολές του Βαν Γκογκ στους τοίχους, αλλά και στο πάτωμα.

Επίσης αξιοσημείωτο είναι  η μέθοδος της κινούμενης εικόνας, κάνοντας την παρουσίαση των έργων του αλλά και της ζωή του ακόμα πιο ζωντανή.

Μία παράσταση η οποία δεν πρέπει να χαθεί από κανέναν. Είτε του αρέσει η ζωγραφική είτε όχι.  Διότι τέτοια θεάματα ανεβάζουν το πολιτιστικό επίπεδο μια χώρας στο κατακόρυφο και φυσικά το πνευματικό επίπεδο ενός ανθρώπου.

Επιμέλεια:ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ ΜΑΝΔΡΕΚΑΣ