Το παρόν θέμα βρισκόταν στο «συρτάρι». Πάλι καλά που βρήκε κάπου να κρυφτεί, γιατί… «στέγη» έναν χρόνο και κάτι πριν -όταν και γράφτηκε- δε βρήκε. Έτσι, σήμερα, με αφορμή τη μεγάλη απεργία που «πιάνει» και τα ΜΜΕ, «ανασύρεται» από το συρτάρι και δημοσιεύεται, προκειμένου να υπερ-τονιστεί η κρίση που περνά το δημοσιογραφικό επάγγελμα και η οποία έχει γιγαντωθεί μέσα στο γενικότερο κλίμα…

Τι άλλαξε, ωστόσο, σε αυτό τον έναν περίπου χρόνο; Μόνο το ότι οι ερωτώμενοι έβαλαν ένα έτος στην πλάτη τους και ότι, τουλάχιστον, από όσο είμαι σε θέση να ξέρω, οι τρεις από αυτούς κουτσο-δουλεύουν. Οι γραμμές που ακολουθούν σίγουρα αποτελούν ένα είδος αυτομαστιγώματος, τρόπον τινά, αλλά με το να κρύβει κανείς τα προβλήματα σε συρτάρια ή κάτω από χαλιά, δε λύνονται τα προβλήματα. Επιπλέον δε, το να παίρνει ένα «τσουβάλιασμα» γεμάτο ανάθεμα σβάρνα τους πάντες στο χώρο μας, είναι κάτι που πρέπει να μπαίνει στη θέση του.

Ακολουθεί το «ξεχασμένο», πλην τόσο σημερινό θέμα…   

‘‘Αλήτες, ρουφιάνοι, δημοσιογράφοι! Λαμόγια! Σαλτιμπάγκοι, που συμπορεύονται με την κάθε είδους εξουσία και ενισχύουν το «έργο» της!’’: Αυτές είναι, ίσως, λίγο-πολύ, οι σκέψεις πολλών Ελλήνων πολιτών για το… σινάφι μας, αν τις συμπεριλάβεις μέσα σε λίγες φράσεις. Έτσι, και τις όποιες «φωτεινές εξαιρέσεις» τις παίρνει η μπάλα της γενίκευσης ή του δικαιολογημένου θυμού.

Χαρακτηριστικά, πηγαίνοντας με την παρέα μου σε μια συναυλία με ταξί κι ενώ κλασικά ο ταξιτζής διψούσε για κουβέντα, όταν του αποκάλυψα την ιδιότητά μου, αστειευόμενος μου είπε: «Σταματάω να κατέβεις». Ακολούθησε φυσικά σχετική συζήτηση. Είναι εύκολο να αναθεματίζει κανείς το σύνολο των δημοσιογράφων και ειδικά, όταν η εικόνα, που εντυπώνεται στην πλειοψηφία του κόσμου, προκύπτει κυρίως από τα πρότυπα των «τηλεστάρ» παρουσιαστών ή έστω των αποκαλούμενων «μεγαλοδημοσιογράφων», που έχουν απλώσει τη δραστηριότητά τους και σε όλα τα είδη των ΜΜΕ.

Αλλά υπάρχει και η άλλη πλευρά…

kentrikh

Είναι πολλοί οι άνεργοι δημοσιογράφοι, που είτε ζητούν και διψούν να δουλέψουν, είτε έχουν εργαστεί ανασφάλιστοι επί πολύ καιρό. Εκείνοι, που πάλι αναζητούν την τύχη τους. Εκείνοι, που έχουν ανεχτεί να  τους εκμεταλλεύονται, δεχόμενοι πενιχρούς -ή καθόλου- μισθούς, βάζοντας πρώτη την ανάγκη/επιθυμία τους να δουλέψουν στο αντικείμενο πάνω στο οποίο σπούδασαν. Οι πτυχιούχοι από τα δημόσια πανεπιστήμια ή τις ιδιωτικές σχολές, που δουλεύουν «δοκιμαστικά» ή κάνουν «πρακτική  άσκηση», όχι κατά τη διάρκεια των σπουδών ή ακριβώς μετά το τέλος τους μόνο, αλλά και μετά την ηλικία των 25-26. Εκείνοι, που βρίσκονται στο περιθώριο, στη σφαίρα του άσημου, παράγουν ή θέλουν διακαώς να παράγουν δημοσιογραφία. Η ρετσινιά, ωστόσο, των βαφτισμένων από το κοινό «λαμόγιων» τους ακολουθεί και τους στιγματίζει…

Μιλήσαμε, λοιπόν, με κάποιους απόφοιτους σχολών δημοσιογραφίας, ζητώντας να μας καταθέσουν την εμπειρία τους από το χώρο των ΜΜΕ, την προσπάθειά τους να εισέλθουν εκεί, την εκμετάλλευση που πιθανώς υπέστησαν ή ενδεχομένως την απογοήτευσή τους. Επίσης, τους ρωτήσαμε αν μπορεί να αλλάξει η δημοσιογραφία, αλλά και το ποια δημοσιογραφία, τελικά, οραματίζονται οι ίδιοι. Ας δούμε τι μας είπαν…

# Eπώνυμα και φωτογραφίες των συνεντευξιαζόμενων δε δημοσιεύονται για ευνόητους λόγους…

 

Γιάννης, 28 ετών

«Μπήκα» το 2004 στο Τμήμα Επικοινωνίας και ΜΜΕ του Πανεπιστημίου Αθηνών και «βγήκα» το 2010. Τότε ξεκίνησα ένα μεταπτυχιακό, αλλά, δυστυχώς, το άφησα λόγω δουλειάς και προσωπικών δυσκολιών. Έχω εργαστεί στο χώρο των ΜΜΕ σε ιστοσελίδες και μία τοπική εφημερίδα, αλλά χωρίς, ωστόσο, να μπορώ να παραμείνω αρκετό καιρό σε αυτές τις θέσεις.

Η συνολική εμπειρία μου μού λέει ότι είναι πολύ δύσκολα. Θέλει να έχεις γερό στομάχι, να αυτολογοκρίνεσαι, να κυνηγάς ή να «κατασκευάζεις» αδιάφορα θέματα, να δέχεσαι να δουλεύεις απλήρωτος (μέχρι να… μάθεις τη δουλειά) ή με λίγα λεφτά (αφού τη μάθεις ή αν ήδη την ξέρεις), ανασφάλιστος (ή στην καλύτερη με ΙΚΑ και όχι με την ασφάλεια που προβλέπεται για τους εργαζόμενους στα ΜΜΕ) ή με μπλοκάκι (άρα να πληρώνεις μόνος σου τις ασφαλιστικές εισφορές), χωρίς συνδικαλιστικά δικαιώματα.

Και όλα αυτά, επειδή οι ίδιες οι εργατικές ενώσεις του Τύπου δεν ανοίγουν τις πόρτες τους στους νέους συναδέλφους. Περιττό να πω ότι δεν υπάρχει χειρότερο συναίσθημα από το ψάχνεις για δουλειά στο πτυχίο σου και να βλέπεις ότι επικρατεί ανεργία, εργοδοτική ασυδοσία και ενίοτε συναδελφικός κανιβαλισμός.

Δεν είναι το παν για μένα να εργαστώ στο χώρο των ΜΜΕ, αλλά είναι αυτό που θέλω περισσότερο. Για αυτό πέρασα σε αυτήν τη σχολή, γι’ αυτό αναζητώ εργασία πάνω στο αντικείμενο των σπουδών μου. Βέβαια, μεσα στα χρόνια έχω κάνει διάφορες δουλειές (τηλεφωνητής, σερβιτόρος και λοιπές χαμαλοδουλειές) για να έχω κάποια, λίγα προφανώς, χρήματα, που θα μου επιτρέπουν μία σχετική ανεξαρτησία από το οικογενειακό ταμείο. Άλλωστε, όλοι ξέρουμε ότι πολλοί συνάδελφοι ακολούθησαν, ακολουθούν ή θα ακολουθήσουν αυτόν τον δρόμο. Να κάνεις δηλαδή δουλειές άσχετες με αυτό που πραγματικά θες και έχεις σπουδάσει.

Σε ό, τι αφορά το μέλλον της δημοσιογραφίας; Ο κλάδος των ΜΜΕ είναι ο πρώτος κλάδος, στον οποίο εφαρμόστηκαν τα νέα μνημονιακά μέτρα. Είναι επίσης ο κλάδος, που μετρά πολλούς απολυμένους και άνεργους. Είναι ο κλάδος, όπου πολλές επιχειρήσεις έκλεισαν ή δήλωσαν… εικονική πτώχευση. Είναι ο κλάδος, που περισσότερο από κάθε άλλον έχει «στηρίξει» τις εκάστοτε κυβερνητικές επιλογές. Αυτές βέβαια είναι γενικές παρατηρήσεις και όχι καθολικές. Εννοείται ότι υπάρχουν και οι φωτεινές εξαιρέσεις.

Ωστόσο, το μέλλον δεν μπορώ να το προβλέψω. Εξαρτάται από όλους εμάς τους δημοσιογράφους, εργαζόμενους και ανέργους, πως θα επιλέξουμε να κινηθούμε για να το (συν)διαμορφώσουμε. Οραματίζομαι, λοιπόν, τη δημοσιογραφία που θα ασκεί κριτική, θα ελέγχει, θα διασταυρώνει τις πηγές της, θα μιλά τη γλώσσα της αλήθειας (τόσο κλισέ, αλλά τόσο ανύπαρκτο πια…), θα δίνει βήμα σε όλους, ανεξαρτήτως φύλου και χρώματος, δε θα (αυτο)λογοκρίνεται, δε θα «βιάζει» την προσωπικότητα του άλλου και δε θα έχει κολλητιλίκια με «τους από πάνω».

Αρκετοί συνάδελφοι δίνουν καθημερινά μάχη για πραγματική ενημέρωση κόντρα στις εντολές των προϊσταμένων τους, ενώ ξεπηδούν συνεχώς νέες δημοσιογραφικές προσπάθειες στο χώρο του διαδικτύου και του έντυπου τύπου. Επομένως, κάποια από αυτά που οραματίζομαι συμβαίνουν ήδη, αλλά, δυστυχώς, αποτελούν ακόμα τη μειοψηφία.

 

Ελένη, 27 ετών

Από τη σχολή αποφοίτησα Σεπτέμβριο του 2009, οπότε έχουν περάσει πέντε περίπου χρόνια. Έκανα μεταπτυχιακό αμέσως -όταν ξεκίνησα δεν είχα ορκιστεί ακόμα για το πτυχίο- το οποίο, για προσωπικούς λόγους, εν τέλει δεν ολοκλήρωσα ποτέ. Πρακτικά, στο χώρο των ΜΜΕ δεν έχω εργαστεί σε κάποιο επίσημο μέσο, αρθρογραφώ όμως από το 2010 σε διάφορα sites με πολιτιστικό περιεχόμενο κυρίως και εδώ και 1,5 χρόνο κάνω εκπομπές σε διαδικτυακό ραδιόφωνο.

Την εκμετάλλευση τη νιώθεις από την πρώτη στιγμή. Προσωπικά, κάνοντας πρακτική άσκηση σε διαφημιστική εταιρεία, είδα από πρώτο χέρι την απλήρωτη εργασία, τον ανταγωνισμό και τον ανώτερό μου να καρπώνεται τη δική μου δουλειά. Δε μπορώ να χαρακτηρίσω με μία λέξη ή φράση τη συνολική μου εμπειρία, γιατί είναι κάτι αρκετά σύνθετο. Όταν ξεκινάς κάπου γνωρίζοντας ότι δε θα πληρωθείς, το παίρνεις σα δεδομένο και κάνεις ό, τι καλύτερο μπορείς. Είναι μεγάλη ηθική ικανοποίηση να δεις το πρώτο σου κείμενο δημοσιευμένο, να βγεις για το πρώτο ρεπορτάζ ή να πάρεις μία καλή συνέντευξη, αλλά κάποια στιγμή κουράζεσαι.

Κουράζεσαι να κάνεις μία ή και δύο άσχετες δουλειές για να καλύπτεις τα έξοδά σου, να «μπαίνεις μέσα» για τα ρεπορτάζ που αναλαμβάνεις και να βλέπεις ότι το μέσο, στο οποίο είσαι, έχει εν μέρει βολευτεί από τη δική σου ανοχή στο τζάμπα και δεν μπαίνει στον κόπο να κάνει μια σοβαρή προσπάθεια για να αποκτήσει κάποια έσοδα. Οπότε, η αίσθηση είναι γλυκόπικρη, με τη ζυγαριά προς το δεύτερο συνθετικό.

Για μένα είναι το παν, χωρίς δεύτερη σκέψη, να εργάζομαι στο χώρο. Το γνωρίζεις εξαρχής ότι είναι μία δουλειά από την οποία δε θα γίνεις ποτέ πλούσιος, απλά, στην καλύτερη περίπτωση, καταφέρνεις να το κάνεις βιοποριστικά. Με τις συνθήκες που επικρατούν πλέον είναι ακόμα πιο δύσκολο. Σίγουρα έχει αλλάξει το πως φαντάζομαι τον εαυτό μου μέσα σε αυτό το επάγγελμα, αλλά ακόμα και αν είναι ουτοπικό, ακόμα και αν η προσφορά είναι ελάχιστη σε σχέση με τη ζήτηση, πιστεύω πως σε ένα βαθμό την ευκαιρία μας θα καταφέρουμε με κάποιο τρόπο να τη δημιουργήσουμε και μόνοι μας. Και γι’ αυτό εξακολουθώ να το κυνηγάω και να το παλεύω.

Το τοπίο της δημοσιογραφίας αυτήν τη στιγμή είναι εντελώς μεταβαλλόμενο λόγω των νέων μέσων, και ακόμα δε θεωρώ ότι μπορούμε να προβλέψουμε πως θα εξελιχθεί όλο αυτό. Το μόνο σίγουρο είναι ότι πλέον με το internet και κυρίως το blogging, η πίστη του κοινού στα παραδοσιακά Μ.Μ.Ε. έχει χαθεί σε μεγάλο βαθμό.

Παράλληλα, ο καθένας μπορεί να γίνει «δημοσιογράφος» και να είναι και πολύ καλός, χωρίς απαραίτητα να το έχει σπουδάσει. Αλλά σε μία εποχή, που όλες οι γνώμες εκφράζονται δημόσια μέσω internet και έχουν άπειρους δέκτες, η δική μας η δουλειά δυσκολεύει ακόμα περισσότερο. Το να φτιάξεις το δικό σου site, να αναδημοσιεύεις ή να αρθρογραφείς κλπ είναι πολύ εύκολο, και ταυτόχρονα όσοι το κάνουμε επαγγελματικά δεν έχουμε πολλές φορές την παραμικρή αναγνώριση -πολλοί δε μας θεωρούν καν ισότιμους δημοσιογράφους.

Το τι μπορεί να γίνει μελλοντικά δε μπορώ να το προβλέψω, σίγουρα η εποχή της κυριαρχίας των παραδοσιακών μέσων έχει περάσει ανεπιστρεπτί. Από εκεί και πέρα το internet είναι ένα αχανές πεδίο για να το ελέγξεις, οπότε απλά θέλω να ελπίζω πως μέσα απ’ το σωρό οι πρωτότυπες, αξιόλογες και με σωστές προδιαγραφές προσπάθειες θα ξεχωρίσουν.

Είναι πολύ μεγάλη συζήτηση το ποια δημοσιογραφία οραματίζομαι. Για μένα η βάση ξεκινάει από την παιδεία, ένα εκπαιδευτικό σύστημα, που θα δίνει μεγαλύτερη αξία στην πνευματική καλλιέργεια και την ουσιαστική μόρφωση από μικρή ηλικία, θα εκπαιδεύσει πολίτες ανήσυχους, που δεν θα ψάχνουν παρηγοριά σε lifestyle εκπομπές από τον καναπέ τους, αλλά θα αναζητούν οι ίδιοι την σωστή πληροφόρηση, την αξιόλογη είδηση και θα τις διασταυρώνουν.

Σε κάθε περίπτωση, το πρώτο που θα έπρεπε να αλλάξει είναι ότι η δημοσιογραφία θα πρέπει να αποκοπεί εντελώς από τα κομματικά συμφέροντα και οι ίδιοι οι δημοσιογράφοι να κερδίσουν το σεβασμό του κοινού τους. Πως θα το κάνουν αυτό; Κάνοντας σωστά τη δουλειά τους και αποδεικνύοντας ότι η δημοσιογραφία θα μπορούσε όντως να είναι λειτούργημα.

 

Θανάσης, 25 ετών

Έχουν περάσει τρία χρόνια απ’ όταν αποφοίτησα από τη σχολή. Έκανα bachelor στον τομέα των ΜΜΕ, σε ιδιωτική σχολή. Δεν έχω εργαστεί στο χώρο των ΜΜΕ, αλλά έχω ασχοληθεί μόνο σε επίπεδο πρακτικής. Στην πρακτική που έκανα, η γενικότερη εμπειρία μου ήταν καλή. Δεν ένιωσα κάποια εκμετάλλευση, απλά το κακό ήταν ότι εργαζόμασταν εκείνη την περίοδο, χωρίς να έχει ξεκαθαριστεί αν θα υπάρχει κάποια προοπτική για το μέλλον. Απογοήτευση δεν ένιωσα, απλά αισθάνθηκα ανασφάλεια για το τι θα κάνω μετά. Αν και μου αρέσει αρκετά ο χώρος της δημοσιογραφίας, για μένα δεν είναι το παν να εργαστώ σε αυτόν τον τομέα.

Σύμφωνα με τα υπάρχοντα δεδομένα και με την κρίση που υπάρχει, το μέλλον της δημοσιογραφίας μού φαίνεται αρκετά δυσοίωνο. Πιστεύω πως το επάγγελμα αυτό έχει κορεστεί, αφού κάθε χρόνο βγαίνει στην αγορά εργασίας τεράστιος αριθμός υποψήφιων δημοσιογράφων και από τα πανεπιστήμια και από τις ιδιωτικές σχολές. Στο πλαίσιο αυτό και σε σχέση με τη μεγάλη κρίση που περνάει ο τομέας, με το ένα Μέσο να κλείνει μετά το άλλο, τα πράγματα είναι πολύ δύσκολα.

Μια μικρή ελπίδα υπάρχει με κάποιες νέες εφημερίδες που δημιουργούνται, είτε σε τοπικό, είτε σε εθνικό επίπεδο, αλλά το μέλλον ανήκει στην ηλεκτρονική δημοσιογραφία, από τη στιγμή, βέβαια, που αυτή θα υφίσταται κάτω από καλύτερες συνθήκες, με έσοδα, με πληρωμή των εργαζομένων, μέσα σε συγκεκριμένο εργασιακό πλαίσιο.

Η δημοσιογραφία που οραματίζομαι εγώ, είναι εκείνη, η οποία θα είναι αντικειμενική, απαλλαγμένη από τη λογοκρισία και την επιλεκτική προβολή των ειδήσεων. Μία δημοσιογραφία, που θα ενημερώνει πραγματικά το κοινό, θα του θέτει προβληματισμούς και θα το αφήνει ελεύθερο να κρίνει προσωπικά ό, τι βλέπει και ακούει γύρω του, χωρίς έντονες φωνές και κραυγές δήθεν διαμαρτυρίας, που υπηρετούν, όμως, την εκάστοτε κυβέρνηση.

 

Μαριάννα, 28 ετών

Αποφοίτησα το 2009 μετά 4,5 με 5 χρόνια σπουδών στο τμήμα Επικοινωνίας & ΜΜΕ του Καποδιστριακού. Η πρώτη μου κίνηση ήταν να ακολουθήσω τους συμφοιτητές μου, που κατά πλειοψηφία αποφάσισαν να δώσουν εξετάσεις (ή να αναγκαστούν να μεταναστεύσουν) για μεταπτυχιακό. Τα αποτελέσματα ήταν αρνητικά, αλλά δεν με πτόησαν, καθώς, αφενός θεωρώ το μεταπτυχιακό άλλη μια επιβαλλόμενη -σε μεγάλο βαθμό- «τάση» και αφετέρου δεν αναγνωρίζεται (οικονομικά-αξιοκρατικά) σχεδόν από κανέναν εργοδότη. Εργάζομαι στα ΜΜΕ ως δημοσιογράφος (ανασφάλιστη στην αρχή) ήδη από τα τέλη του 2008.

Παρά τη μικρή σχετικά εμπειρία μου συγκριτικά με παλαιότερους συναδέλφους, έχοντας περάσει κοντά μια εξαετία μέσα στα ΜΜΕ, έχω βιώσει σχεδόν τα πάντα. «Μαύρη» εργασία κατά την (παράλογη) λογική της πρακτικής άσκησης, υποσχέσεις μονιμότητας/αύξησης μισθού κλπ., σύμβαση αορίστου χρόνου και ύστερα απόλυση με εκβιαστική θυροκόλληση της απόφασης από δικαστικό επιμελητή, ουρές σε ΟΑΕΔ, την ανασφάλεια του εξωτερικού συνεργάτη, μισθούς πείνας και εντατικοποίηση της εργασίας, έμμεση και άμεση τρομοκράτηση από πλευράς εργοδοτών με μαζικές απολύσεις/μειώσεις μισθών/περικοπών επιδομάτων κλπ.

Είμαι τακτικό μέλος της Ένωση Συντακτών Περιοδικού και Ηλεκτρονικού Τύπου και διατηρώ τη δημοσιογραφική ιδιότητα με επίσημο έγγραφο τα τελευταία 2,5 χρόνια. Το σίγουρο είναι πως δεν μπορώ να επιβιώσω (από πολλές απόψεις) σε έναν χώρο εργασίας, που δεν πληροί τα ελάχιστα standards και δεν προσφέρει στους υπαλλήλους τους ανθρώπινες συνθήκες εργασίας. Αυτό σημαίνει πως δεν πρόκειται να εργαστώ αμισθί ή ανασφάλιστη ή σε συνθήκες «γαλέρας», προκειμένου να μείνω «επίκαιρη» και εντός του κλάδου.

Το μέλλον της δημοσιογραφίας, όπως νοείται, σήμερα είναι προδιαγεγραμμένο και αλληλένδετο με τα εργοδοτικά και ευρύτερα οικονομικο-πολιτικά συμφέροντα. Έχει πάψει να με προβληματίζει μιας και δε θα συμβαδίσω ποτέ με τους κανόνες της σημερινής δημοσιογραφίας, ίσα ίσα, θα της αντισταθώ με όποιον τρόπο μπορώ.

Το «λειτούργημα» έπαψε να υπάρχει. Πιθανότατα, δεν υπήρχε ποτέ με την πιο αγνή και καθαρή του έννοια. Οι περιορισμοί που έχουν φορτωθεί, σταδιακά μεν, αλλά με γεωμετρική πρόοδο, έχουν εξαφανίσει τις βασικές της αρχές και κρατούν τη δημοσιογραφία σε μεσαιωνικές εποχές, κατασκευάζοντας εσωτερικούς εχθρούς και κατευνάζοντας τις όποιες στιγμές αντίδρασης με εύπεπτο lifestyle και ειδήσεις της «κλειδαρότρυπας».

Κάθε χρόνο η ελληνική δημοσιογραφία κατακτά περιχαρής νέα ρεκόρ γελοιότητας. Το κείμενο και το νόημά του, η εικόνα, ακόμα και το βίντεο παραποιούνται κατά το δοκούν, ώστε να μην θίξουν τα συμφέροντα που επιπλέουν και να πλάσουν εγκεφάλους-πλαστελίνη με προσωρινή μνήμη. Τα προσχήματα, λόγω του πλουραλισμού των απόψεων, δείχνει να κρατά το ίντερνετ, καθώς είναι πιο ελεύθερο και συμμετοχικό μέσο, ευνοεί τη διάχυση διαφορετικών ιδεών και πληροφορίας, βοηθά στη διασταύρωση της αλήθειας και στη σημαντικότατη κοινωνική δράση (σε επίπεδο θεωρίας και πράξης) της κριτικής απέναντι στους «δημοσιογράφους-λειτουργούς-δικαστές» και κατά της φίμωσης.

 

Κατερίνα, 23 ετών

Τρία χρόνια έχουν περάσει από τότε που τελείωσα την σχολή. Δεν έχω κάνει κάποιο μεταπτυχιακό, αλλά φαντάζομαι στο μέλλον θα κάνω, αν πάνε όλα καλά. Δεν έχω εργαστεί στον χώρο των ΜΜΕ, άρα δεν μπορώ να μιλήσω για κάποια εκμετάλλευση. Την απογοήτευση την έχω νιώσει αρκετές φορές, καθώς δεν υπάρχει η ζήτηση, παρόλο που οι εξελίξεις τρέχουν.

Πιο παλιά, θα μπορούσα να πω πως είναι το παν να εργαστώ στο χώρο των ΜΜΕ, τώρα όχι. Το μέλλον της δημοσιογραφίας έχει αρχίσει και γκρεμίζεται. Αυτό που δουλεύει πλέον είναι το ίντερνετ, μιας και έχει μπει για τα καλά στη ζωή του κόσμου και κάπως η τηλεόραση. Αυτό έχει συνέπεια τα άτομα που εργάζονται πια, να είναι μετρημένα στα δάχτυλα.

Η δημοσιογραφία που οραματίζομαι εγώ, είναι η δημοσιογραφία που θα μιλάει μόνο με αλήθειες και όχι με παραπληροφόρηση, με αληθινά γεγονότα και μόνο.

 

Βασίλης, 29 ετών

Αποφοίτησα το 2011 από το τμήμα Επικοινωνία και Μ.Μ.Ε του Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών. Επέλεξα βλακωδώς να μην κάνω κάποιο μεταπτυχιακό αμέσως μετά, καθώς ήθελα να ξεκινήσω να εργάζομαι αρχικά και έπειτα να συνδυάσω εργασία και σπουδές. Η κατάσταση στη χώρα και τα τραγικά ποσοστά ανεργίας, με έχουν οδηγήσει το τελευταίο διάστημα να ψάχνω εντατικά για μεταπτυχιακές σπουδές στο εξωτερικό, οι οποίες θα με βοηθήσουν πρώτον, να ενταχθώ πιο ήπια σε ένα ξένο κράτος και δεύτερον, να έχω ένα δυνατό εργαλείο στο χέρι μου για να βρω μία δουλειά εκεί.

Εδώ έχω εργαστεί ή καλύτερα έχω υπάρξει εθελοντής δημοσιογράφος σε διάφορα ειδησεογραφικά sites, γιατί, χρήματα στον κλάδο που επέλεξα να ακολουθήσω, αν δεν περάσεις αυτή την περιβόητη και βολική για τους εργοδότες διετία, πολύ δύσκολα λαμβάνεις.

Στο συγκεκριμένο εργασιακό χώρο, η εκμετάλλευση ενός νέου δημοσιογράφου θεωρείται και είναι προαπαιτούμενο. Θα ακούσεις και θα ζήσεις πολλά. Για να επιβιώσεις όμως πρέπει να έχεις γερό στομάχι και το απαραίτητο για την Ελλάδα «δόντι», που λένε και στο χωριό μου. Η αλήθεια είναι πως κάποια στιγμή είχα απογοητευτεί και αηδιάσει με όλο το σκηνικό που βίωνα, με αποτέλεσμα να μην θέλω να ασχοληθώ με το συγκεκριμένο αντικείμενο και να ψάχνω για δουλειές άσχετες με το πτυχίο μου, όπως και πολλοί άλλοι συμφοιτητές μου. Αλλά στη νεοφιλελεύθερη πια Ελλάδα, διαπίστωσα πως για να βρεις δουλειά θα έπρεπε ή να έχεις ένα το λιγότερο σούπερ βιογραφικό ή να δουλεύεις εθελοντικά, με τη διατήρηση της αξιοπρέπειας σου να είναι το πλέον δύσκολο κατόρθωμα.

Έτσι, επέλεξα το τελευταίο διάστημα να τρέχω κυριολεκτικά από το πρωί έως το βράδυ εθελοντικά σε 2-3 δουλειές για να νιώθω χρήσιμος (άλλη μία νέα πραγματικότητα για τους νέους ανθρώπους) και για να πω ότι έστω το πάλεψα πριν τα παρατήσω και επιλέξω το δρόμο της μετανάστευσης. Η αλήθεια είναι πως η δημοσιογραφία ήταν πάντα μία δουλειά που με γοήτευε και ήθελα να ακολουθήσω μία πορεία πάνω στο αντικείμενο, κάτι που είναι τρομερά δύσκολο στις μέρες μας.

Βέβαια, για ποια δημοσιογραφία μιλάμε; Σήμερα αυτό που επικρατεί στα περισσότερα ΜΜΕ είναι αηδιαστικό. Επιλεκτική προβολή θεμάτων, που πλήττουν τη κοινωνία, αγώνας για διατήρηση της Κυβέρνησης στην εξουσία, κανιβαλισμός, φόβος, τρόμος, λογοκρισία σε πολιτικό και αθλητικό τομέα. Από όπου κι αν το πιάσει κανείς βρωμάει, όπως ακριβώς και η δημοσιογραφία των τελευταίων ετών. Τα πράγματα, εκεί στον πάτο που έχουν φτάσει, δύσκολα αλλάζουν και παρατηρώντας τους νεότερους ανθρώπους στην χώρα μας καταλαβαίνεις πως δεν μπορείς να έχεις κάποια ελπίδα ότι μπορεί να αλλάξει κάτι.

Οραματίζομαι μία δημοσιογραφία ελεύθερη και στο πλάι του πολίτη, του άστεγου, του μετανάστη, του τελευταίου τροχού της αμάξης κι όχι των συμφερόντων, των τραπεζών και των καναλαρχών.